σκιοτροφώ

σκιοτροφώ
-έω, Α
βλ. σκιατροφῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκιατροφώ — και αττ. τ. σκιατραφῶ και ιων. τ. σκιητροφῶ και σκιοτροφῶ, έω, Α 1. ανατρέφω κάποιον ή κάτι στη σκιά, στο σπίτι 2. συνεκδ. ανατρέφω με τρόπο μαλθακό, τρυφηλό 3. μέσ. σκιατροφοῡμαι, έομαι α) μένω στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο β) (κατ επέκτ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”